- ῥύθμιος
- ῥύθμ-ιος, α, ον,= ῥυθμικός, Hdn.Gr.2.443,853.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρύθμιος — ία, ον, Α [ῥυθμός] αυτός που ακολουθεί έναν ρυθμό ή ένα μέτρο, ρυθμικός … Dictionary of Greek